- ὕπατοι
- ὕπατοςhighestmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὕπατοι — Ὕπατος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπατεία — Το αξίωμα των υπάτων στην αρχαία Ρώμη. Ο θεσμός της υ. ξεκίνησε το 509 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι αντικατάστησαν το βασιλιά με δυο αιρετούς άρχοντες των οποίων η εξουσία ήταν ετήσια και συλλογική. Οι άρχοντες αυτοί λέγονταν πραίτορες και εκλέγονταν… … Dictionary of Greek
σύγκλητος — Νομοθετικό και διοικητικό σώμα διάφορων πολιτειών και κυρίως η ρωμαϊκή γερουσία (senatus). Στην αρχαία Αθήνα Σ. λεγόταν, η έκτακτη σύνοδος της εκκλησίας του δήμου (σύγκλητος εκκλησία). Σ. λέγεται σήμερα το ανώτατο διοικητικό σώμα από καθηγητές… … Dictionary of Greek
Hypatus — o Ypatus (pl. Hypati o Ypati) fue la forma latina del título cortesano bizantino que en idioma griego se denominaba Ὕπατος (transliteración: Hypatos, en plural Ὕπατοι, esto es, Hypatoi), que se traduce a menudo como cónsul, aunque sobrevive en el … Wikipedia Español
έμπρατος — ἔμπρατος, ον (Μ) αυτός που κατέχει κάποιο αξίωμα ή ασκεί κάποια εξουσία πραγματικά και όχι με ψιλό τίτλο, κυρίως για δικαστές, αλλιώς έμβαθμος («ἔμβαθμος δικαστής», «ἔμβαθμον δικαστήριον», «έμβαθμοι ὕπατοι») … Dictionary of Greek
δικτατορία — Η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας, συνήθως καταχρηστικά, από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Ιστορικά, ο όρος δ. καθιερώθηκε από την έκτακτη στρατιωτική εξουσία που καθιέρωσαν οι Ρωμαίοι την εποχή της δημοκρατίας, για να διασφαλίσουν την ενότητα και… … Dictionary of Greek
επώνυμος — η, ο (AM ἐπώνυμος, ον) 1. αυτός που έχει πάρει την ονομασία του από κάποιον ή από κάτι, που έχει ονομαστεί λόγω τού δεσμού του με κάποιον ή κάτι (α. «η Αθήνα επώνυμη τής Αθηνάς» β. «ὁ τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμος, Ευσ. γ. «ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’… … Dictionary of Greek
ορδινάριος — ὀρδινάριος, ὁ (ΑΜ) δημόσιος λειτουργός, αξιωματούχος, αρχή που εκλεγόταν κανονικά κατά την έναρξη τού έτους και για τακτό χρονικό διάστημα (α. «ὀρδινάριος ἄρχων», Στέφ. διάκ. β. «ὀρδινάριοι ὕπατοι», Χρον. Πασχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ordinarius… … Dictionary of Greek
πραιτέξτα — και πραιτεξτάτα, η, Ν 1. (στους Ρωμαίους) η λευκή και με πλατιές πορφυρές παρυφές τήβεννος που έφεραν οι συγκλητικοί, οι ύπατοι, οι στρατηγοί και οι άλλοι άρχοντες και ιερείς στους δημόσιους αγώνες και στις τελετές 2. θεατρ. τραγωδία με ρωμαϊκή… … Dictionary of Greek
πρόβουλος — ο / πρόβουλος, ον, ΝΑ (στην αρχαία Αθήνα) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρόβουλοι α) άνδρες κοινής εμπιστοσύνης που εκλέγονταν από τις αρχαίες ελληνικές πόλεις σε κρίσιμες στιγμές για να αποφασίσουν για πολιτικά ζητήματα ή για να εποπτεύουν τη… … Dictionary of Greek